- τετραπλός
- -ή, -ό1. ο τετραπλάσιος.2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια τμήματα, τετράδιπλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετραπλός — ή, ό / τετραπλοῡς, οῡν, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, ούν, Ν, και τετραπλόος, όη, ον, Α αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος νεοελλ. αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράδιπλος — η, ο / τετράδιπλος, ον, ΝΜ διπλωμένος στα τέσσερα νεοελλ. ο τέσσερεις φορές μεγαλύτερος, τετραπλός, τετραπλάσιος («τον όχλο η τρέλα σφίγγει / τετράδιπλη από πρι», Γρυπ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + διπλός (πρβλ. πεντά διπλος)] … Dictionary of Greek
τετράζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.) 2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. τρί ζυγος] … Dictionary of Greek
τετράτροπος — ον, ΜΑ μσν. τετραπλός αρχ. αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + τρόπος (πρβλ. πεντά τροπος)] … Dictionary of Greek
τετραξός — ή, όν, Α τετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα ξός, μέσω αμάρτυρου τ. *τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι ξός < *διχθjος < διχθά)] … Dictionary of Greek
τετραπλούς — ούν / τετραπλοῡς, oῡν, ΝΑ βλ. τετραπλός … Dictionary of Greek
τετραπλώς — Α επίρρ. βλ. τετραπλός … Dictionary of Greek
τετρασσός — ή, όν, Α τετραπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) (βλ. λ. τέσσερεις) + επίθημα σσός μέσω ενός τ. *τετράχjος < επίρρ. τέτραχα* (πρβλ. δι σσός < *δıχjoς < δίχα)] … Dictionary of Greek